- ἐνδομάχας
- ἐνδομάχᾱς , ἐνδομάχηςmasc acc plἐνδομάχᾱς , ἐνδομάχηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδομάχας — ἐνδομάχας, ο (Α) αυτός που μάχεται μέσα στο σπίτι του («ένδομάχας ἅτ ἀλέκτωρ», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek